- εφοπλιστικός
- η , ό[ν]1) вооружающий; оснащающий, снаряжающий; относящийся к вооружению, снаряжению, оснащению; 2) судовладельческий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφοπλιστικός — ή, ό [εφοπλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφοπλισμό ή στον εφοπλιστή («εφοπλιστικές επιχειρήσεις», «εφοπλιστικοί κύκλοι») … Dictionary of Greek
εφοπλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφοπλιστές: Εφοπλιστικά γραφεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)